- τρασιά
- τρασιά̱ , τρασιάhurdlefem nom/voc/acc dualτρασιά̱ , τρασιάhurdlefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρασιά — ἡ, ΜΑ, και ταρσιά και τερσιά και ιων. τ. ταρσιή Α μσν. τόπος ή πλέγμα από καλάμια για την ξήρανση τυριών ή πλίνθων αρχ. 1. πλέγμα από καλάμια στο οποίο ξήραιναν τα σύκα 2. τόπος ξήρανσης των σύκων 3. αλώνι 4. (κατά τον Πολύδ.) «τὸ ἄθροισμα τῶν… … Dictionary of Greek
τρασιάν — τρασιά̱ν , τρασιά hurdle fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρασιαῖς — τρασιά hurdle fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρασιᾶς — τρασιά hurdle fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρασιῆς — τρασιά hurdle fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ters- — ters English meaning: dry; thirst Deutsche Übersetzung: “trocknen, verdorren; Durst, dũrsten” Material: O.Ind. tr̥ṣyati “dũrstet, lechzt” (= Goth. Þau rsjan), tarṣáyati “läßt dursten, schmachten” (= Lat. torreō , O.H.G.… … Proto-Indo-European etymological dictionary
τέρσω — Α (κυρίως μέσ. και παθ.) τέρσομαι είμαι ή γίνομαι ξηρός, στεγνώνω («ὅταν [τὰ ῥάκεα] ἐν ἡλίῳ τέρσηται», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος θεματικός ενεστ. που ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ters «ξηραίνω, στεγνώνω» και συνδέεται με τα: αρχ.… … Dictionary of Greek
ταρσιά — και τερσιά, ἡ, Α βλ. τρασιά … Dictionary of Greek
τερσιά — ἡ, Α βλ. τρασιά … Dictionary of Greek